υλοποιούμαι

υλοποιούμαι
υλοποιούμαι, υλοποιήθηκα, υλοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετασωματούμαι — μετασωματοῡμαι, όομαι (Α) μεταβάλλομαι σε σώμα, γίνομαι αισθητή ουσία, υλοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σωματοῦμαι «γίνομαι σώμα»] …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • υλούμαι — όομαι, Α [ὕλη] υλοποιούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”